6 Σεπτεμβρίου 2018
Στο θέατρο δίπλα μου έκατσε η Ειρήνη, είχαμε κάτσει πρώτη σειρά και μας ζήτησαν ευγενικά να κάτσουμε στην δεύτερη, μιας που δεν ήμασταν διάσημες, καβαλήσαμε κι οι δύο τις πλάτες των καθισμάτων για να μην κάνουμε το γύρο και χαμογελάσαμε συνωμοτικά για την “αταξία” η μία στην άλλη. Σπινθηροβόλο βλέμμα, κόκκινα χείλια που ξέρουν να γελούν με την καρδιά τους, περιποιημένη, βαμμένα νύχια μωβ(!), κοντά μαλλιά επιμελώς ατημέλητα. Σφύζοντας από ζωντάνια σαν να μην ήταν δέκα το βράδυ Πέμπτης, σαν να μην είχαμε περιμένει όρθιες κοντά μιάμιση ώρα για να ανοίξουν οι πόρτες, σαν να μην την είχαν χτυπήσει εκείνην τα παπούτσια της, μου συστηνόταν με όρεξη και τα μάτια της έλαμπαν.
Ομοίως ανήσυχο πνεύμα, το είδε κι εκείνη στα μάτια μου, αναγνωριστήκαμε. Πάει δύο και τρεις φορές την εβδομάδα σινεμά ή θέατρο, αναλόγως τα οικονομικά της, δεν λείπουν ποτέ τα βιβλία από το κομοδίνο της. Της δείχνω το βιβλίο-τούβλο που κουβαλάω πάντα μαζί μου και γελάμε.
“Μένεις μακριά;” την ρωτάω. “Νίκαια”, απαντάει. Το έκανε 40 λεπτά με τα πόδια από το σπίτι της ως το Κατράκειο για να δει Οιδίποδα, θα πάρει ταξί στο γύρνα. “Όχι θα σε γυρίσουμε εμείς” της λέω, “έχουμε έρθει με αμάξι” και χαλαρώνει, μου λέει περισσότερα για τις συνθήκες της: ζει μόνη της, χωρισμένη από τα 31 και παραπονιέται που δεν βρίσκει εύκολα φίλες με κοινά ενδιαφέροντα να μιλήσει ή να τις ξεσηκώσει για έξοδο. “Βαρέθηκα να συζητώ για άντρες και τα κουτσομπολιά με αφήνουν αδιάφορη”.
Ανησυχεί για το μέλλον της, “έχω γίνει πολύ επιλεκτική, και στις παρέες και στα θεάματα. Και όσο πιο πολύ ψάχνομαι τόσο πιο “δύσκολος άνθρωπος” γίνομαι για τους άλλους ή …μήπως εκείνοι για εμάς; Νιώθεις φυσιολογικά σκεπτόμενη και σε χαρακτηρίζουν ιδιότροπη. Είμαι όμως συνειδητή και πιστή στην φύση μου”, μου εξηγεί. “Δεν μπορώ αλλιώς. Το τίμημα είναι μεγάλο. Το τίμημα είναι η μοναξιά. Είμαστε λίγοι και σκόρπιοι ανάμεσα στους πολλούς. Σπάνια βρισκόμαστε οι φωτοδότες να πάρουμε κουράγιο. Μόνη μου ξεκινάω για το θέατρο, μόνη μου επιστρέφω το βράδυ στο σπίτι.”
Όταν κατεβαίνει για θέατρο στο κέντρο αλλάζει δύο συγκοινωνίες και στο γύρνα αν δεν προλάβει, μία συγκοινωνία και μετά ταξί. Παλιά επέστρεφε με τα πόδια αλλά τώρα φοβάται να περπατάει μόνη της, στην Νίκαια, την νύχτα. Εκεί γεννήθηκε, το 1934. Ξέχασα να πω (καθόλου δεν το ξέχασα, το άφησα για την ανατροπή) η Ειρήνη είναι 84 χρονών!
Ζει με μία μικρή σύνταξη, έχει χαρίσει τα περισσότερα πράγματα της, κοσμήματα, σερβίτσια, προικιά, περιττά έπιπλα, έχει κρατήσει τα απαραίτητα και δεν έχει έξοδα μου είπε, μόνο τους λογαριασμούς της και την πολιτιστική της τροφή. Η μικρότερη από έξι παιδιά, έχασε την μητέρα της στα 15, κι έκτοτε ζούσε στον ενήλικο κύκλο του πατέρα της.
Μεγάλωσε μόνη της τον γιο της, που στα 20 έφυγε για σπουδές στο Αμέρικα και δεν ξαναγύρισε. Είχε σχέσεις στη ζωή της και οι επίδοξοι μνηστήρες βλέποντας πόσο οικονομική και μαζεμένη ήταν (δεδομένου ότι δεν ήθελε λούσα και φαίνεσθαι) της ζητούσαν να παντρευτούν αλλά μόλις άκουγε για γάμους “έκοβε ρόδα μυρωμένα”.
Ενεργό μέλος ορειβατικού συλλόγου, έχει πάει 6-7 φορές Όλυμπο, έχει κοιμηθεί στους πρόποδες του, έχει κάνει “γλέντια” στα καταφύγια ψήνοντας άλλοτε κάστανα κι άλλοτε ρέγκες.
Δεν μπορεί να κάτσει “φρόνιμα” ή θα διαβάζει ή θα είναι στους δρόμους για θέατρο και σινεμά ή θα πλέκει, ή θα ράβει (φτιάχνει μόνη της τα ρούχα της!). Το φαΐ δεν την νοιάζει, “έχω χρόνια να νιώσω πείνα”, μου λέει, (είναι 54 κιλά!). “Αυτό που με προβληματίζει είναι ότι νιώθω πώς φέτος έπεσα στο γήρας με τα μούτρα και δυσκολεύομαι να περπατήσω και φοβάμαι μην έρθει η στιγμή που θα κλειστώ στο σπίτι. Και ότι έχω αρχίσει να ξεχνάω. Δεν θυμάμαι τι έφαγα το μεσημέρι και με φοβίζει κι αυτό. Παλιά δεν φοβόμουν τίποτα…”, λέει, και αναρωτιέμαι αν μπορώ να πω το ίδιο…